Ανατολία

Ανατολία
Άλλη ονομασία της Τουρκίας, και μάλιστα μόνο της μικρασιατικής, χωρίς τη Θράκη. Λέγεται και Ανατολή. Χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους γεωγράφους και σήμαινε όλη την περιοχή Α του Αιγαίου πελάγους. Στους βυζαντινούς χρόνους, Α. ονόμαζαν μία από τις τρεις επαρχίες της Φρυγίας. Α., οροπέδιο. Έτσι ονομάζεται η περιοχή που ορίζεται στα Β από τα Ποντιακά βουνά και στα Ν από το βουνό Ταύρος. Έχει μήκος 550 χλμ. και πλάτος 350 χλμ. Οι πεδιάδες του βρίσκονται σε ύψος 900-1.500 μ. και η υψηλότερη κορυφή του φτάνει τα 3.916 μ. Ο ναός του Ασκληπιού στην Πέργαμο διακηρύττει το ελληνικό παρελθόν της Ανατολίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Levant — The Levant (IPAEng|lə vænt) is a geographical term that denotes a large area in Western Asia, roughly bounded on the north by the Taurus Mountains, on the south by the Arabian Desert, and on the west by the Mediterranean Sea, while on the east it …   Wikipedia

  • Полуостров Малая Азия — Малая Азия лежит к востоку от пролива Босфор, между Чёрным морем на севере и Средиземным на юге. Малая Азия (тур. Anadolu  Анатолия)  полуостров на западе Азии, срединная часть территории современной Турции. Анатолией часто называют азиатские… …   Википедия

  • Древний Восток — Древний Восток  историографический термин для обозначения совокупности очень далеких по географическим и хозяйственным условиям областей, оседлых и кочевых народов, существовавших в период истории, который хронологически и генетически… …   Википедия

  • κιλίμι — το τάπητας δαπέδου, χωρίς πέλος, υφασμένος στο χέρι σύμφωνα με τις ταπητουργικές τεχνικές στην Ανατολία, στα Βαλκάνια και στις περιοχές τού Ιράν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kilim] …   Dictionary of Greek

  • Βελή πασάς — (1773 – 1822).Δευτερότοκος γιος του Αλή πασά Ιωαννίνων, από την πρώτη του γυναίκα Εμινέ. Νυμφεύτηκε την κόρη του Ισμαήλ πασά του Βερατίου Ζεϊβενιέ, από την oποία απέκτησε τρία παιδιά. To 1801 κινήθηκε κατά του πεθερού του Ισμαήλ, που υποστήριξε… …   Dictionary of Greek

  • Μουράτ — Όνομα πέντε σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (; – 1389). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1360 89). Εγγονός του Οσμάν, ιδρυτή του οθωμανικού κράτους, διαδέχτηκε τον πατέρα του Ορχάν. Άρχισε τις κατακτητικές εκστρατείες των… …   Dictionary of Greek

  • Νικηφόρου, Τόλης — (Θεσσαλονίκη 1938 –). Τραπεζικός υπάλληλος, σύμβουλος επιχειρήσεων και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια και στο Πανεπιστήμιο Lasalle Extension του Σικάγου (Διοίκηση Επιχειρήσεων). Σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος,… …   Dictionary of Greek

  • Χικμέτ, Ναζίμ — (Κωνσταντινούπολη 1902 – Μόσχα 1963). Τούρκος ποιητής. Νεότατος ακόμα εκδήλωσε την ποιητική του διάθεση, ακολούθησε όμως τον δυσκολότερο δρόμο, αφού η ποιητική που διάλεξε ήταν εντελώς ξένη προς την τουρκική λογοτεχνική παράδοση, η οποία έμενε… …   Dictionary of Greek

  • Μικρασία — η η Μικρά Ασία, όνομα της δυτικότερης μεγάλης χερσονήσου της Ασίας που βρέχεται Β από τον Εύξεινο Πόντο, Δ από το Αιγαίο και Ν από τη Μεσόγειο, η Ανατολία, το δυτικό τμήμα της σημερινής Τουρκίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”